Σε κάθε τι που φτιάχνουμε αιωρείται το ερώτημα της σχέσης παλιού-νέου, υπάρχουσας κατάστασης-μελλοντικής πρότασης. Στη δουλειά ενός αρχιτέκτονα τις περισσότερες φορές, η σχέση αυτή υπάρχει ανάμεσα σε παλαιότερα γειτονικά κτίρια και σε μία νέα κατασκευή. Υπάρχει όμως ακόμη και αν κάποιος επέμβει σε ένα παρθένο περιβάλλον μετασχηματίζοντας τμήμα του με μία κατασκευή. Υπάρχει και σε μία μεταβολή ενός υπάρχοντος κτιρίου ή υπαίθριου χώρου. Στην Ελλάδα η σχέση αυτή είναι συχνά θέμα συζητήσεων, κριτικής, αντιπαραθέσεων και νομοθετικών ρυθμίσεων. Πέρα απο την ιστορική πραγματικότητα και τη σχέση μας με αυτή, υπάρχει πάντα ένα συναισθηματικό φορτίο όταν μεταβάλλεται μία οικεία σε εμάς κατάσταση με άγνωστα και αβέβαια αποτελέσματα. Λίγες φορές επικρατεί μία αισόδοξη προσμονή. Τις περισσότερες κυριαρχεί μία εκ των προτέρων απαξίωση.
Αν για λίγο ξεπεράσουμε τις αιτίες, η τις διακολογίες, αυτής της δυσαρμονίας κοινού-αρχιτεκτόνων μπορούμε, ίσως, να συμφωνήσουμε στα παρακάτω:
– Η σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική δεν έχει πείσει για τις δυνατότητες της να παράγει καλή και ουσιαστική αρχιτεκτονική.
– Κάθε τι παλαιό θεωρείται τις περισσότερε φορές καλύτερο απο σύγχρονες αντιπροτάσεις.
– Σύμφωνα με την γνώμη των περισσοτέρων η αδυναμία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής μπορεί να αντιμετωπισθεί με την θέσπιση μορφολογικών κανόνων που ορίζουν πρότυπα και απαγορεύσεις για την οικοδόμιση σε μεγάλο τμήμα της χώρας.
Σήμερα μετά την έξαρση της οικοδόμησης στις περισσότερες περιοχές της χώρας μας λίγοι μπορούν να είναι ευχαριστημένοι με τα αποτελέσματα. Σε πλείστες περιπτώσεις έχουμε κατακλυσθεί από κτίρια που αν και εξωτερικά κάτι μπορεί να μας θυμίζουν κανείς δεν θα τολμούσε να τα συγκρίνει με καλά παραδείγματα της παραδοσιακής μας αρχιτεκτονικής. Τι έφταιξε; Ηταν το νομοθετικό πλαίσιο ή ο έλεγχος της εφαρμογής του ανεπαρκής; Νομίζω, η απάντηση βρίσκεται αλλού. Όταν από τα διδάγματα των παλαιότερων κρατάς μόνο την εξωτερική τους έκφραση τα «στεγνώνεις» από νοήματα. Ακόμη χειρότερα αναιρείς την κύρια αιτία ύπαρξής τους. Την ικανοποίηση μίας ανάγκης με τον πιο μεστό και αποτελεσματικό τρόπο για την εποχή τους. Πόσες φορές δεν έχουμε θαυμάσει την εφευρετικότητα παλιών μαστόρων στην προσπάθειά τους να βρούν λύσεις εκεί που «δεν τους έφτανε ο χώρος» ή όταν οι συμβατικές για την εποχή τους λύσεις δεν ήταν επαρκείς; Τα καλύτερα παραδείγματα της παραδοσιακής μας αρχιτεκτονικής συχνά βρίσκονται εκεί που και οι συνθήκες ήταν δυσκολότερες. Η διαρκής μεταβολή των συνθηκών που επηρεάζουν την καθημερινή μας ζωή επιδρά στις ανάγκες μας. Τίποτε δεν μπορεί να είναι πραγματικά σύγχρονο αν δεν εξελίσσεται. Μπορούν οι επιλογές μας στον χώρο να μένουν σταθερές; Η μπορούν να αλλάζουν χωρίς να αλλάζει η εξωτερική τους έκφραση;
Κάθε νέο μεταβάλλει την υπάρχουσα κατάσταση. Αν μείνει στην αντιγραφή αυτού που ήδη υπάρχει θα στερήσει από το παρόν την δυνατότητά του να ανήκει στην εποχή του και από το παρελθόν την μοναδικότητά του. Εύκολες λύσεις δυστυχώς δεν υπάρχουν. Αντλώντας απο τα μοναδικά χαρακτηριστικά κάθε ξεχωριστής πραγματικότητας μπορούμε να δούμε κάθε επέμβαση σαν μία νέα ισορροπία ανάμεσα σε αυτό που ήδη υπάρει και αυτό που προστίθεται η μεταβάλλεται. Μία σχέση ανάμεσα στο παλαιό και το νέο όπου η κάθε πρόταση προσπαθεί να συνεργαστεί με αυτό που ήδη υπάρχει στοχεύοντας σε ένα αποτέλεσμα που θα λειτουργεί θετικά τόσο για το παλιό όσο και για το νέο. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με μία βαθύτερη κατανόηση του υπάρχοντος, των αιτιών που το δημιούργησαν, των αρετών του, των αδυναμιών του και της ερμηνείας του. Είναι τελικά μία υποκειμενική διαδρομή που δεν μπορεί να διασφαλισθεί για το αποτέλεσμά της μέσα από απλούς αντικειμενικούς κανόνες.
“… Κάθε νέο μεταβάλλει την υπάρχουσα κατάσταση. Αν μείνει στην αντιγραφή αυτού που ήδη υπάρχει θα στερήσει από το παρόν την δυνατότητά του να ανήκει στην εποχή του και από το παρελθόν την μοναδικότητά του … “
